- ρελαξίνη
- η, Νφυσιολ. ορμόνη που παράγεται από τις ωοθήκες κατά την διάρκεια τής εγκυμοσύνης, προκαλώντας διαστολή και χαλάρωση τής λεκάνης και τού τραχήλου τής μήτρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. relaxin < relax «χαλαρώνω» (< λατ. relaxo «χαλαρώνω») + κατά. -ίνη τής χημ. ορολογίας].
Dictionary of Greek. 2013.